ἀριστόνους

ἀριστόνους
ἀριστόνοος
excellent in wisdom
masc/fem nom pl
ἀριστόνοος
excellent in wisdom
masc/fem nom/voc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Ἀριστόνους — Ἀρίστονος masc acc pl Ἀριστόνουν masc nom sg (attic epic) Ἀριστόνους nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αριστόνους ή Αριστόνοος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Σικελός από τη Γέλα (τέλη 7ου – αρχές 6ου αι. π.Χ.). Μαζί με τον Πυστίλο, ίδρυσε τον Ακράγαντα. 2. Λαρισαίος στρατηγός (5ος αι. π.Χ.). Μαζί με τον Πολυμήδη τον έστειλαν επικεφαλής θεσσαλικού στρατού για να ενισχύσει… …   Dictionary of Greek

  • Aristonous — (griechisch Ἀριστόνους, auch Aristonus transkribiert; † 315 v. Chr.), Sohn des Peisaios, war ein Leibwächter (somatophylax) des makedonischen Königs Alexanders des Großen und einer seiner Diadochen.[1] Er gehörte wohl bereits seit 336 v. Chr …   Deutsch Wikipedia

  • άριστος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ιστορικός συγγραφέας (3ος 2ος αι. π.Χ.). Καταγόταν από τη Σαλαμίνα της Κύπρου. Έγραψε μαζί με τον Ασκληπιάδη μια Ιστορία του Μεγάλου Αλεξάνδρου. 2. Φιλόσοφος της Νέας Ακαδημίας (1ος αι. π.Χ.). Ήταν αδελφός του… …   Dictionary of Greek

  • νους — ο (ΑΜ νοῡς, Α και ασυναίρ. τ. νόος) 1. η ικανότητα τού νοείν, σε αντιδιαστολή προς το αισθάνεσθαι, η δύναμη που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο να σκέφτεται λογικά, το σύνολο τών λειτουργιών τού ανθρώπινου εγκεφάλου, νόηση, διάνοια («τυφλὸς τὰ τ ὦτα τόν …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Ιστορία (Αρχαιότητα) — ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ (600000 1100 π.Χ.) Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα, θεωρείται ότι η ζωή ξεκίνησε στον ελλαδικό χώρο από το 100 000 π.Χ. (Παλαιολιθική εποχή). Όμως, η χρονική περίοδος που ιστορικά παρουσιάζει εξαιρετικό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”